- έκλειγμα
- το (AM ἔκλειγμα)φάρμακο με πολτώδη σύσταση (με μέλι στα συστατικά του) το οποίο γλείφει και καταπίνει ο ασθενής, το μαντζούνι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔκλειγμα — medicine that melts in the mouth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλειγμάτων — ἔκλειγμα medicine that melts in the mouth neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλείγμασι — ἔκλειγμα medicine that melts in the mouth neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλείγμασιν — ἔκλειγμα medicine that melts in the mouth neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλείγματα — ἔκλειγμα medicine that melts in the mouth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλείγματι — ἔκλειγμα medicine that melts in the mouth neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλείγματος — ἔκλειγμα medicine that melts in the mouth neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκλεικτικός — ἐκλεικτικός, ή, όν (Α) (για φάρμακα και φαρμακευτικές ουσίες) αυτός που χρησιμοποιείται ως έκλειγμα … Dictionary of Greek
εκλεικτόν — ἐκλεικτόν, το (AM) έκλειγμα … Dictionary of Greek
ματζούνι — και μαντζούνι, το φάρμακο για εσωτερική χρήση, πυκνόρρευστο και κολλώδες, από λεπτές σκόνες με σιρόπι, μέλι ή υγρή ρητίνη, το έκλειγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. macun] … Dictionary of Greek